Ουγκαρίτ

Ουγκαρίτ
Αρχαία πόλη της Συρίας στα Β της Λατακείας. Τα ερείπιά της ανακαλύφθηκαν το 1929. Από τα πέντε αλλεπάλληλα στρώματα, το παλαιότερο (V) ανάγεται στην προκεραμική νεολιθική εποχή και το πιο πρόσφατο στην καταστροφή της πόλης, λίγο πριν από το 1200 π.Χ. Τα στρώματα IV και III ανάγονται στην 4η και 3η χιλιετηρίδα, ενώ τα κεραμικά που βρέθηκαν εκεί αντιστοιχούν με εκείνα της Μεσοποταμίας των Τελ Χαλάφ, Ομπέιντ, Ουρούκ κλπ. Στο τέρμα του στρώματος III κεραμικά δείγματα μαρτυρούν την άφιξη των Φοινίκων, ενώ τα στρώματα II και I ανάγονται στην περίοδο ακμής της πόλης. Η Ο. ήταν εκτεταμένη με καλή ρυμοτομία. Και από τις δύο πλευρές των δρόμων υπήρχαν ωραίες μονοκατοικίες, κάτω από τις οποίες είχαν σκάψει τους οικογενειακούς τάφους τους, όπου κατέβαιναν από σκάλα. Στο ανάκτορο υπήρχαν οι βιβλιοθήκες και τα αρχεία. Στα παλαιότερα στρώματα (V-III) βρέθηκαν αγγεία με χαραγμένο ή ζωγραφισμένο διάκοσμο, αντίστοιχο με τα διάφορα προϊστορικά και πρωτοϊστορικά μεσοποταμιακά στρώματα. Στους τάφους του στρώματος I είναι φανερή κάποια μυκηναϊκή επίδραση. Είχαν ακόμα χρησιμοποιήσει το χρυσό και το ελεφαντοστό.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αρχαιολογία — Η επιστήμη που μελετά την αρχαιότητα μέσα από όλα τα μνημεία και τα υλικά κατάλοιπά της. Η α. επιδιώκει να αποκαταστήσει τις διάφορες εκδηλώσεις του αρχαίου κόσμου, αφήνοντας κατά μέρος όμως τις μαρτυρίες, που ανήκουν στη σφαίρα αρμοδιότητας της… …   Dictionary of Greek

  • Φοίνικες — Αρχαίος σημιτικός λαός που κατοικούσε από τις αρχές της 3ης χιλιετίας στην περιοχή που οι Έλληνες ονόμασαν Φοινίκη και βρισκόταν στις ανατολικές ακτές της Μεσογείου, στα Β του όρους Καρμήλου, μεταξύ Παλαιστίνης και Συρίας. Προϊστορικά ευρήματα… …   Dictionary of Greek

  • ουγκαριτικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην αρχαία πόλη τής Συρίας Ουγκαρίτ (α. «ουγκαριτική γλώσσα» μία από τις χαμιτοσημιτικές γλώσσες β. «ουγκαριτικό αλφάβητο» σύστημα σφηνοειδούς γραφής που χρησιμοποιήθηκε στην περιοχή τών ακτών τής Συρίας από… …   Dictionary of Greek

  • Χαναάν — Ονομασία που χρησιμοποιείται στη Βίβλο για να χαρακτηρίσει το έδαφος που υποσχέθηκε ο θεός στους απογόνους του Αβραάμ και που περιλαμβανόταν μεταξύ της Μεσογείου, της Νεκράς Θάλασσας, του ρου του Ιορδάνη και του Λιβάνου. H ονομασία είναι… …   Dictionary of Greek

  • μνα — (από το ακκαδικό manu). Μονάδα βάρους, την οποία χρησιμοποιούσαν οι αρχαίοι λαοί της ανατολικής Μεσογείου· για τους Βαβυλωνίους και τους Έλληνες αντιστοιχούσε με το 1/60 του ταλάντου. Οι Βαβυλώνιοι είχαν την ελαφρή μ., που αντιστοιχούσε με 502,2… …   Dictionary of Greek

  • Δανιήλ — I (7ος 6ος αι. π.Χ.). Βιβλικό πρόσωπο. Υπήρξε ένας από τους μεγάλους Εβραίους προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης. Ο Δ., το όνομα του οποίου στα εβραϊκά σημαίνει ο θεός κρίνει, μεταφέρθηκε αιχμάλωτος στη Βαβυλώνα με την πρώτη ομάδα Εβραίων (605 π.Χ.)… …   Dictionary of Greek

  • Στρούβε, Βασίλι Βασίλιεβιτς — Σοβιετικός ασιανολόγος (1889 1965). Σπούδασε στο πανεπιστήμιο της Πετρούπολης και για σύντομο χρονικό διάστημα εργάστηκε στο Βερολίνο. Το 1916 διορίστηκε καθηγητής στο πανεπιστήμιο του Λένινγκραντ, στο οποίο δίδαξε έως τον θάνατό του. Στο ίδιο… …   Dictionary of Greek

  • χαμιτο-σημιτικές γλώσσες — Η γλωσσική αυτή οικογένεια περιλαμβάνει 4 γλωσσικές ομάδες: τη σημιτική, την αιγυπτιακή, τη λιβυκο βερβερική και την κουχιτική. Από τις ομάδες αυτές οι 3 τελευταίες δηλώνονται συνήθως με την κοινή ονομασία χαμιτικές γλώσσες. Αν και, αντίθετα από… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”